- μετακομίζω
- (ΑM μετακομίζω) [κομίζω]μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, διακομίζω (α. «πρέπει να μετακομίσω τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο» β. «ἁρπάσασαι γὰρ τὸ ἄγαλμα αἱ τῆς ἑστίας ἱέρειαι παρθένοι διὰ μέσης τῆς ἱερᾱς ὁδοῡ εἰς τὴν τοῡ βασιλέως αὐλὴν μετεκόμισαν», Ηρωδιαν.)νεοελλ.αλλάζω σπίτι, μετοικώ («τον άλλο μήνα θα μετακομίσω»)μσν.μεταδίδω, ανακοινώνωαρχ.1. κουβαλώ κάτι μαζί μου ή βάζω άλλον να τό κουβαλήσει για μένα από έναν τόπο σε άλλο («καὶ τὰ ἱερὰ τὰ πάτρια μετακομίζεσθαι», Λυκούργ.)2. (σχετικά με έθιμο, νόμο, εορτή κ.λπ.) εισάγω σε έναν τόπο, καθιερώνω3. μεταφέρω κάποιον από μια πνευματική κατάσταση σε άλλη4. μεταθέτω τη σκέψη ή τη συζήτηση σε διαφορετικό αντικείμενο5. κάνω μεταφορά κατά τον λόγο, μιλώ ή γράφω μεταφορικά.
Dictionary of Greek. 2013.